- αμεταμφίεστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε μεταμφιέστηκε, δε μασκαρεύτηκε: Στο χορό προτίμησε να πάει αμεταμφίεστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμεταμφίεστος — η, ο [μεταμφιέζω] 1. αυτός που δεν μεταμφιέστηκε ή δεν μπορεί να μεταμφιεστεί, αμασκάρευτος 2. αυτός που δεν μπορεί να κρύψει το αληθινό του πρόσωπο, πρόδηλος, ολοφάνερος … Dictionary of Greek
απρόσωπος — η, ο 1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο 2. φρ. α) «απρόσωπα ρήματα» ρήματα που απαντούν πάντοτε ή συνήθως μόνο στο γ εν. πρόσωπο και το υποκείμενό τους δεν είναι πρόσωπο αλλά απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση («απρόσωπη σύνταξη»)… … Dictionary of Greek